- ἐξακεστήριος
- ἐξακεστήριοςremedying evilmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξακεστήριος — ἐξακεστήριος, α, ον (Α) [εξακούμαι] 1. αυτός που γιατρεύει το κακό 2. εξιλαστήριος («ἐξακεστηρίοις θυσίαις») … Dictionary of Greek
ἐξακεστηρίοις — ἐξακεστήριος remedying evil masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)